- τιμωρητικῶν
- τῑμωρητικῶν , τιμωρητικόςrevengefulfem gen plτῑμωρητικῶν , τιμωρητικόςrevengefulmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.